ἑωλοκρασία

ἑωλοκρασία
ἑωλοκρᾱσίᾱ , ἑωλοκρασία
mixture of dregs
fem nom/voc/acc dual
ἑωλοκρᾱσίᾱ , ἑωλοκρασία
mixture of dregs
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εωλοκρασία — η (ΑΜ ἑωλοκρασία) νεοελλ. μίγμα, κράμα («οὔτε ἀρχαία, οὔτε νέα [γλώσσα], ἀλλ ἑωλοκρασία τις», Καλλιγ.) αρχ. 1. μίγμα ζωμών από τα δείπνα τής προηγούμενης νύχτας, που τό έχυναν πάνω στα πρόσωπα τών μεθυσμένων και κοιμισμένων συμποτών, για αστεΐσμό …   Dictionary of Greek

  • ἑωλοκρασίᾳ — ἑωλοκρᾱσίαι , ἑωλοκρασία mixture of dregs fem nom/voc pl ἑωλοκρᾱσίᾱͅ , ἑωλοκρασία mixture of dregs fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑωλοκρασίας — ἑωλοκρᾱσίᾱς , ἑωλοκρασία mixture of dregs fem acc pl ἑωλοκρᾱσίᾱς , ἑωλοκρασία mixture of dregs fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑωλοκρασίαν — ἑωλοκρᾱσίᾱν , ἑωλοκρασία mixture of dregs fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”